- ψευδοϊερεύς
- -έως, ὁ, Αβλ. ψευδιερεύς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψευδιερεύς — έως, ὁ, ΜΑ, και ψευδοϊερεύς Α άτομο που παριστάνει τον ιερέα χωρίς να είναι, ψεύτικος παπάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἱερεύς] … Dictionary of Greek